- συνδιδακτικός
- η , ό[ν] относящийся к совместному обучению
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνδιδακτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συνδιδασκαλία 2. φρ. «συνδιδακτική μέθοδος» μέθοδος διδασκαλίας κατά την οποία όλοι οι μαθητές μιας τάξης διδάσκονται ταυτόχρονα από έναν δάσκαλο, σε αντιδιαστολή προς την αλληλοδιδακτική μέθοδο. επίρρ … Dictionary of Greek